αιτιοκρατικός

αιτιοκρατικός
-ή, -ό [αιτιοκρατία]
1. οπαδός τής αιτιοκρατίας
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην αιτιοκρατική θεωρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιτιοκρατικός, -ή — ό σύμφωνα με την άποψη της αιτιοκρατίας: Αιτιοκρατικές απόψεις είχαν διατυπωθεί και στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”